Sunday, August 5, 2007

"Μασιαλά. μασιαλά"

Ήταν πάνω από ογδόντα όταν εγώ ήμουν γύρω στα δέκα. Για το μπάρμπα-Ακριβό λέω. Κοντός κι αδύνατος, σχεδόν αποστεωμένος. Μουστάκι άσπρο, έστεκε περήφανο πάνω από ένα στόμα που είχε σουρώσει κι είχε τραβηχτεί προς τα μέσα, σαν να ήθελε να ενωθεί με το λάρυγγα ή να κολήσει στον ουρανίσκο. Τα μαγουλά του ρουφηγμένα κι αυτά. Σαν χαρτοσακούλα το πρόσωπό του, που αφού τη φουσκώσεις, τραβάς τον αέρα από μέσα και μαζεύονται τα πλαϊνά της και κολλούν. Μόνο η φωνή του ήταν δυνατή, νόμιζες πως δεν ήταν δική του. Τον θυμάμαι να κάθεται σε μια πολυθρόνα, του σκηνοθέτη έμαθα να τη λέω πολλά χρόνια αργότερα. Τότε, ήταν απλά μια πολυθρόνα, που είχε ένα παχύ μαξιλάρι για να κάθεται κι ένα πίσω για ν΄ ακουμπάει και μπορούσες να τη μαζέψεις και να τη κουβαλήσεις. Συνήθως του την έστηναν μπροστά στο μύλο, εκεί που τώρα είναι το σπίτι των απογόνων του. Στα δέκα μου χρόνια, ο μύλος ήδη δεν λειτουργούσε. Ήταν εκεί, πρόκληση για εξερεύνηση για μας, απομεινάρι μια έντονης ζωή για κείνον. Για κείνον που κάθονταν με τις ώρες πια εκεί έξω και χάζευε τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν, αλλάζοντας λίγα λόγια με όσους σταματούσαν να τον χαιρετήσουν. Ήταν συγγενής μου. Είχε παντρευτεί την αδελφή του παππού μου, ξεκαθάρισα αργότερα. Τότε ήταν απλά συγγενής, ο μπάρμπα-Ακριβός. Είχε πάντα δίπλα του ή ακουμπισμένο στο μπράτσο της πολυθρόνας του ένα μπαστούνι, αν και δεν του έφτανε πια για να μετακινηθεί. Τις περισσότερες φορές χρειαζόταν και ένα χέρι να τον κρατάει. Δε θυμάμαι αν είχε δόντια ή μασέλα. Δόντια δεν θα είχε μάλλον, αλλά και στο ρουφηγμένο στόμα του δε ξέρω αν χωρούσε μασέλα. Ίσως και να μην είχε. Ίσως τα ούλα του να έφταναν για τη λίγη τροφή που χρειαζόταν. Όμως εκείνες τις πράσινες καυτερές καραμελίτσες πως τις έτρωγε; Ήταν οι αγαπημένες του. Πήγαινε να μου φέρεις μέντες, έτσι τις έλεγε, από το περίπτερο στη πλατεία, ή όταν είχε πάρε μια μέντα πρόσταζε. Κι έπαιρνα, στα δέκα μου ήμουν κι οι μέντες έκαιγαν λίγο στο στόμα, αλλά ήταν νόστιμες. Είχα ακούσει στο σπίτι μου ιστορίες για τα μπάρμπα-Ακριβό. Πως είχε πάει στην Αμερική, είχα ακούσει, πριν το πόλεμο, και μάλλον εννοούσαν τον πρώτο μεγάλο πόλεμο, όταν το χωριό μου δεν ήταν καν Ελλάδα, είχε μείνει μερικά χρόνια κι είχε γυρίσει, πως δούλεψε εκεί και είχε περιπέτειες, δεν είμαι σίγουρος αν στα λόγια αυτά κρύβονταν θαυμασμός ή αποδοκιμασία, πως έστησε το μύλο, μεγάλος μύλος, μεγάλη δουλειά, πως έχασε δυο απ’ τα τέσσερα παιδιά του, το ένα, ο καλύτερος απ’ όλους έλεγε ο πατέρας μου, ήταν ξαδέλφια πρώτα και στενοί φίλοι, από πολιομυελίτιδα ή μηνιγγίτιδα ή από κάτι σε –ίτιδα, δεν ήταν και τόσο ξεκαθαρισμένα τα πράγματα τότε, τον άλλο στο μύλο θαρρώ, από ατύχημα, πώς πήρε πατόζα, απ’ τις πρώτες που σήμαναν την εισβολή των μηχανών στην καλλιέργεια των δημητριακών, πως η τεχνολογία τον ξεπέρασε σιγά σιγά και τον βρήκαν τα γεράματα με την πατόζα άχρηστη και το μύλο τελειωμένο και με πολλά χρέη, απ’ αυτά που χάρισε ο Παπαδόπουλος και η χούντα του. Τον βρήκαν τα γεράματα να κάθεται στην πολυθρόνα, εκεί μπροστά στο μύλο, που βρισκόταν στο ξηρόλαγκα, ένας μικρός χείμαρρος ήταν τότε, τι χείμαρρος δηλαδή, ένας δρόμος ήταν, που μια δυο φορές το χρόνο, κυρίως με τις καλοκαιρινές μπόρες, κατέβαζε νερό κι έκοβε τα νότια του χωριού στα δυο για μερικές ώρες. Εκεί δυο τρία μέτρα ψηλότερα ήταν ο μύλος. Καλντερίμι μπροστά του, όπως κι όλοι οι δρόμοι, που αγκάλιαζε τις όχθες του ξηρόλαγκα για να προστατεύει τα σπίτια και τα χώματα, απ’ την ορμή των νερών τις σπάνιες φορές που μας θυμόταν. Λίγο πιο κάτω, πενήντα μέτρα από το μύλο, έστεκε ένας τεράστιος πλάτανος, πιστέψτε το, και σήμερα είναι όπως τότε, κι από κάτω του μια βρύση, που έτρεχε συνεχώς νερό, αυτή δεν υπάρχει πια, του γιατρού η βρύση τη λέγανε, γιατί πολλά χρόνια πριν αποφασίσω να γεννηθώ, έμενε στο σπίτι πίσω της ο γιατρός του χωριού,. Μας έστελναν με τα λαγήνια να κουβαλήσουμε το νερό της οικογένειας, το πόσιμο, δεν πίναμε από τα πηγάδια της αυλής, κι ήταν φορές που εξαιτίας γίνονταν μάχες στο σπίτι, γιατί να πάω εγώ πάλι, αυτός πότε πήγε και τέτοια σημαντικά. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού μαζευόμαστε γύρω στο νερό, για να αποφύγουμε τον ύπνο και πάντα, όταν κάναμε επιδρομές στις συκιές που είχε στ’ αμπέλια, εκεί καταλήγαμε για να καταβροχθίσουμε τη λεία. Είχε δροσιά, νερό κρύο να φύγει η λιγούρα και να πλύνουμε τα χέρια μας που κολλούσαν απ’ τα γάλατα των σύκων. Μαζευόμασταν όμως εκεί συχνά και για να δούμε τις κοπέλες της γειτονιάς να σκύβουν να πιούν νερό ή να γεμίζουν το λαγήνι τους, με την ελπίδα ότι θα δούμε τα βρακιά τους και αυτό ήταν αφορμή για πολλά τότε, συζητήσεις και μη, αλλά και τις μεγαλύτερες που έρχονταν εκεί και είτε επειδή δεν μας έδιναν σημασία, είτε για άλλους λόγους έσκυβαν, και αποκάλυπταν λίγο από το μυστικό τότε κόσμο της κρυμμένης σάρκας, κι εμείς γουρλώναμε τα μάτια και φανταζόμασταν περισσότερα, γιατί, όταν ξυπνήσει η πονηριά, παίρνει πολλούς δρόμους το μυαλό. Κι ανάμεσα σ’ αυτές κι η Πόπη. Ισως να ήταν στα είκοσι πέντε της τότε, ίσως λίγο πάνω ή λίγο κάτω. Παράδοξα ξανθειά για τα δικά μας χρώματα, μάτια που δεν ήταν σκούρα σαν τα δικά μας και μια σάρκα που θύμιζε την ζύμη, πριν τη βάλουν στο φούρνο. Ο κώλος της σκλάβωνε τα μάτια μας και απ΄ τα στόματα των μεγαλύτερων ακούγονταν διάφορα, που για διάφορα μας υποψίαζαν, χωρίς όμως να καλοκαταλαβαίνουμε για ποια. Κάθε φορά που διάβαινε στο δρόμο ή τύχαινε να έρθει στη βρύση επικρατούσε μια ανακατωσούρα στον αέρα και οι ψίθυροι, τα γελάκια και τα βλέμματα, φύτρωναν εδώ κι εκεί σαν τσουκνίδες και τσιμπούσαν όσους βρίσκονταν κοντά. Ήταν γειτόνισσα του μπάρμπα-Ακριβού η Πόπη. Ένας στενός δρόμος χώριζε το σπίτι της από το μύλο κι ένα ντουβάρι την αυλή της απ΄ το σπίτι του. Τίποτα όμως δε χώριζε την εικόνα της απ΄ τα μάτια του. Κάθε φορά που η Πόπη εμφανίζονταν, το άδειο βλέμμα του μπάρμπα-Ακριβού ζωντάνευε και το συρρικνωμένο του σώμα θαρρείς και ψήλωνε πάλι κι έμοιαζε έτοιμος να σηκωθεί και να βάλει μπρος τις μηχανές. Καθώς με τα νώτα της στραμμένα απομακρυνόταν με τα μάτια του καρφωμένα στο κώλο της, σαν τις χαλκομανίες στα πασχαλινά αυγά, η φωνή του ακουγόταν σταθερή και καθαρή να λέει «μασιαλά Ποπάρα, μασιαλά» και γρήγορα - γρήγορα έβαζε μια μέντα στο στόμα του.

Κάπου εκεί κοντά θα πέθανε ο μπάρμπα-Ακριβός, δεν θυμάμαι αν ήμουν στη κηδεία του ή τι έλεγαν εκεί. Θυμάμαι όμως, σαράντα χρόνια σχεδόν από τότε, τα ζωντανεμένα μάτια του και τη φωνή του σταθερή και καθαρή να λέει «μασιαλά Ποπάρα, μασιαλά».

26 comments:

Sardonian said...

τελικά κόμη
η click-@ έχει παρελθόν
πλάτανο ακούω
βρύσες
πόπες
μπαρμπα- ακριβούς με μέντες στο στόμα να ζωντανεύουν
αχ κλίκα η άτιμη η σάρκα
μαγνήτης μεταφυσικός
"μασιαλά"
πόσα χρόνια είχα να την ακούσω αυτή τη λέξη
γειάσου Κόμη με τες ωραίες θύμησες

Τοπίιιιιο σκύψε να πιω λίγο νερό:-ΡρΡρΡ

Anonymous said...

Τι νοσταλγικό κι όμορφα αφηγημένο κείμενο. Την καλημέρα μου.

ο δείμος του πολίτη said...

Νοσταλγικές αναμνήσεις ενός χαρωπού και σκληρά εργαζόμενου γέροντα.

diva said...

Αντρικές εξομολογήσεις
:-)
χμ, τι να πω
Τυχερή η Πόπη, εξετέλεσε στο έπακρο (;) έναν τουλάχιστον σκοπό της ύπαρξης της

bar-ufo-s said...

sardo
Πρόεδρε σιγά-σιγά μόνο παρελθόν έχει πια. Και αυτό που τον θλίβει είναι ότι ο πλάτανος έχει τόσο μέλλον ακόμη και είναι τόσο αδιάφορος και για κείνους που κάποτε λαχταρούσαν να δουν λίγο από μπούτια και για όσους τώρα αδιάφορα περνούν κάτω απ' τη σκιά του.

bar-ufo-s said...

doratsirka
Καλά να είσαι έξοχη της πόλης πένα

bar-ufo-s said...

Δείμε του πολίτη
Μασιαλά, συμπολίτη, μασιαλά.

bar-ufo-s said...

diVa
...και με το παραπάνω μάλιστα.
:-)

takis said...

Το βασικό ένστικτο του μπάρμπα Ακριβού σε πείσμα όσων υποστηρίζουν το αντίθετο εξακολουθεί και κινεί τον κόσμο..γιατί απλά είναι το πιο ανθρώπινο κίνητρο ζωής. (αντε, γιατί σιγά σιγά θα το ξεχάσουμε και αυτό...)

takis said...

Δηλ. φαίνεται οτι δεν θα απαλλαγούμε ποτέ απο αυτό..Ποπάρα μου..

candy's τετραδιάκι said...

Eνας Χειμαρρος εισαι...

Sardonian said...

Που'σαι Χείμαρρε, για πε της κλίκας (ναι ντε τον takis λέω αλλά τάχα κάνω πως δεν τον βλέπω) πε τονα ρε μπα κι έφυγε διακοπές μαζί με τη σο φαρ; Τον έχασα κι ανησυχώ.
Προσοχή στις Ποπάρες αδέρφια. Μερικά Τοπία ούτε με gps δεν τα εξευρενάς
:-ρρρρ
..σπέεεερα

Shades said...

Ωραία φιγούρα ο μπάρμπας!!! δε λέω και ο κ....ς της Πόπης καλός ήταν για να εισπράτει όλα αυτά τα σχόλια.
Αλήθεια τώρα η Ποπάρα τι κάνει υπάρχουν τα ίχνη της;

kanataki said...

"με νοσταλγικό τόνο"
αχ!πότε θα μάθω να γράφω να σας φάω όλους???

Αλητισσα said...

:)...

bar-ufo-s said...

sardo
Πρόεδρε μη σκας. Δε χάθηκε ο Τάκης, αλλά δε ξέρω και που βρίσκεται. Με τη σοφαρ; Μπα. Αυτή κατά Καλιφόρνια μεριά γυρίζει.

bar-ufo-s said...

takis
To νου σου στο παγοκόφτη αφεντικό!

bar-ufo-s said...

τετραδιάκι
Χείμαρρος ναι....αποξηραμένος.

bar-ufo-s said...

shades
.....μη το ρωτάς καλύτερα

bar-ufo-s said...

tsaperdona
Προσοχή! Θέλουμε καλό, πολύ καλό βράσιμο.

bar-ufo-s said...

αλήτισσα
!! :-)

So_Far said...

Το κείμενο πάρα πολύ όμορφο. Όσο για την προσωπικότητα τί να πω.. δεν υπάρχουν πια τέτοιοι άνθρωποι, άλλαξαν οι καιροί βλέπεις..

insomnia#3 said...

Kaταπληκτικό ...
Υποκλίνομαι ...

bar-ufo-s said...

so_far
Ευχαριστώ για τα περί του κειμένου.
Μπορεί ν' αλλάξαν οι καιροί
μα η σάρκα μένει σταθερή
Δεν ξέρω αν υπάρχουν ή όχι τέτοιοι άνθρωποι, ξέρω πάντως ότι η λαχτάρα του μπάρμπα Ακριβού ενδημεί στο ανθρώπινο είδος

bar-ufo-s said...

insomnia#3
Γιάννη ευχαριστώ!
Στις υποκλίσεις να είσαι προσεκτικός. Καραδοκούν κίνδυνοι :-)

insomnia#3 said...

κατεργάρη ... τους μύχιους πόθους μου αποκρυπτογράφησες ...lol

(kata το γνωστό ... βρε τόσο χρόνια κοιτα να δεις τι χάναμε !!!)