Sunday, June 24, 2007

Μαρέγκα

Η ζέστη σ’ αυτή τη πόλη είναι άσπρη, υγρή και πηχτή. Καθώς τη διασχίζεις κολλάει πάνω σου και κρέμεται πίσω σου, όπως η καλοχτυπημένη μαρέγκα απ’ το πιρούνι. Περπατάς και τη σέρνεις. Και μαζί της κτίρια, αυτοκίνητα κι ανθρώπους. Στα ρεκόρ Γκίνες θα διέπρεπες αν κατέγραφε κάποιος το βάρος που κουβαλάς. Εξαντλητικό αλήθεια. Όσο και γυμνασμένος να είσαι, μια ολόκληρη πόλη είναι αυτή. ΄Ετσι δε σου κάνει εντύπωση που τόσοι και τόσοι νέοι, και όχι μόνο, βρίσκονται χυμένοι σε καρέκλες και πολυθρόνες, όλη τη διάρκεια της μέρας, στα καφέ της παραλίας. Βαριεστημένοι, αποκαμωμένοι, πίνουν το φραπόγαλο και το εσχάτως ελαύνον φρέντο. Μιλάνε χωρίς να βλέπουν το συνομιλητή τους, χαμηλόφωνα, σα να φοβούνται μη τους ακούσουν, με τα μάτια τους καρφωμένο απέναντι, στη Περαία και στο Μπαχτσέ, αγαπημένη παραλία όσων παλινόστησαν, όσων δήλωσαν Έλληνες γιατί τους φάνηκε καλύτερο, όσων απλά ήρθαν για το μεροκάματο. Βλέμμα απλανές, λίγο θαμπό ή αποχαυνωμένο. Τους βλέπεις κι αναρωτιέσαι αν είναι σε θέση ακόμη και να καυλώσουν. Καθώς το βάρος, που η μαρέγκα σέρνει πίσω σου, όλο κι αυξάνεται, ορκίζεσαι πως αποκλείεται να μπορούν κι ας είναι τα μπούτια άφθονα, καλογυαλισμένα, θαρρείς και οι παλιοί λουστραδόροι άλλαξαν περιοχή, και σφιχτά και ελαστικά, σαν καλοδουλεμένο καουτσούκ και τα στήθια λαμπερά και αποκεκαλυμμένα να κοιτάζουν ψηλά και να αναρωτιούνται τι άλλο πρέπει να κάνουν για ν’ ασχοληθεί κάποιος μαζί τους. Σέρνεσαι πια κι ας μην έχεις κάνει ούτε διακόσια μέτρα. Απ’ το λιμάνι ξεκίνησες κι ίσα που έφτασες ως τον Τότη, αλλιώς τον λένε τώρα και τον έκαναν και κόκκινο. Λίγο πιο πέρα ήταν το Κορφού και θυμάσαι το σερβιτόρο, που καθώς, πριν από 30 σχεδόν χρόνια, κρατούσες στην αγκαλιά σου τη Χ σου ψιθύρισε «πιο σεμνά κύριε». Μεγάλη απόσταση διάνυσες, αλλά μόλις διακόσια μέτρα απ΄το λιμάνι είσαι. Και κείνος ο Πύργος. Λευκός κατ’ ευφημισμό πάντα, τόσο κοντά και τόσο μακριά ακόμη. Θα φτάσεις. Κι ας βαράνε τα ταμπούρλα μέσα σου. Μεγάλο βάρος η μαρέγκα, μεγάλο. Και δεν είναι μόνο τα αντικείμενα αλλά κι όλο αυτό το ασήκωτο βάρος που έχουν οι άνθρωποι. Ο καθένας τους είναι κι ένας ολόκληρος κόσμος. Εδώ έναν τυχαίνει να κουβαλάς, και μάλιστα όχι στη ζέστη αυτής της πόλης, και είναι αδύνατο να κάνεις περισσότερα από μερικά μέτρα. Πώς να μη γονατίζεις με τους πολλούς και με τους βαθμούς του θερμόμετρου να φτάνουν σχεδόν την ηλικία σου. Το αυτοκίνητο σου σε περιμένει στο πάρκιν. Πρέπει ν’ ανέβεις. Στη Τσιμισκή. Τραγωδία. Ο καθένα προσπαθεί να τραβήξει τη μαρέγκα προς τη δική του κατεύθυνση. Κολλάς, σταματάς, κάνεις ελιγμούς, προσπαθείς να αποφύγεις την απίθανη που χαζεύει τη βιτρίνα και κινείται σα να μην υπάρχει άλλος πάνω στη γή, τον κουρασμένο, που το βάρος τον έχει ξεκάνει και μάλλον καταρρέει από στιγμή σε στιγμή, τους νεαρούς που περπατούν σε παράταξη, σαν να κάνουν τη γενική δοκιμαστική της παρέλασης, μείον ο ρυθμός και ή ένταση, αυτόν που θυμάται ξαφνικά ότι δεν έχει τσιγάρα ή προφυλακτικά και σε κουτουλάει κάνοντας επιτόπου αναστροφή χωρίς αλάρμ χωρίς φλας χωρίς τίποτα, τη μαμά που σταματάει να τακτοποιήσει το καπελάκι του μωρού στο καρότσι του κι άλλους πολλούς, κουρασμένους επίσης, αποχαυνωμένους επίσης, πασαλειμμένους με τη μαρέγκα επίσης. Ο Σαμψών πρέπει να είσαι, πριν του κόψει τα μαλλιά η Δαλιδά, για να φτάσεις στον προορισμό σου, και σιγά μην τα έκοβα αν είχα. Κι η πόλη; Α! αυτή η ρουφιάνα φτιάχνεται. Έχει τα κάλλη της η Δαλιδά και σε θέλει με τα μαλλιά σου μακριά και τη κώμη σου ακέρια για να μπορείς να τη βοηθάς να ισορροπεί. Καθώς άλλος τη τραβάει προς το Βαρδάρη κι άλλος προς το Πύργο, τραμπαλίζεται ηδονικά και ζαλίζει τους άμοιρους εραστές της, που μοιάζουν να παιδεύονται να την κρατήσει καθένας για λογαριασμό του μόνο. Βλαστημούν τη κακιά τους μοίρα, βρίζουν τη πουτάνα για τα χάλια της, τη φτύνουν αλλά πιστοί στο ζυγό. Σαν αποχαυνωμένοι αρσενικοί που κρέμονται απ’ το μουνί που τους καυλώνει. Και συ στη σειρά, τραβάς το δικό σου φορτίο. Θα περάσει η ζέστη λες, θα περάσεις και θα κόψει η μαρέγκα και θα γίνει νεράκι και θα ξεκολλήσουμε και θα μας δροσίσει πάλι με τα υγρά της η πουτάνα. Γυρίζεις το διακόπτη, στο φουλ ο κλιματισμός και ξεκινάς…..

16 comments:

Anonymous said...

Η ίδια αίσθηση χρόνια τώρα στην πολη τα καλοκαίρια. Και την περιέγραψες τόσο βιωματικά, λες κι ήταν δικό μου κείμενο. Χαίρομαι που μοιραζόμαστε αυτή την αίσθηση και δεν είμαι η μόνη που νιώθω να με καταπίνει η αποχαυνωτική μαρέγκα της καλοκαιρινής πνιγηρής Θεσσαλονίκης.

diva said...

Όμορφη η πόλη μας..κι όμορφα αφήνεσαι να σε πνίξει, να σε καταβροχθίσει ή να σε αλείψει με σιρόπι..
κι όμορφες εικόνες όλες όσες μου θυμίσατε Κόμη
Να'στε καλά

bar-ufo-s said...

doratsirka
Και να ήθελες δεν θα μπορούσες να είσαι μόνη, τόσο στην πνιγερή Θεσσαλονίκη, όσο και στην άλλη Πόλη που υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού μου, όταν η απελπιστική ζέστη μ'έσπρωξε να γράψω το κείμενο.
Καλό κουραγιο. Θα περάσει.

bar-ufo-s said...

Χαίρομαι που ήταν όμορφες οι εικόνες που σας θύμισε το κείμενο, αν και, κρίνοντας από τις δημοσιεύσεις σας αυτών των ημερών,δεν θα χρειαζόταν και μεγάλη προσπάθεια. Είστε σε διαδικασία ξεφυλλίσματος παλιών φακέλων.

fish eye said...

μα για ποια πολη μιλας??που??εγω??εμεις??ετσι??
μπααααααα!!!
:)))

diva said...

Illusions Κόμη μου. Απλά illusions

ο δείμος του πολίτη said...

Πάντως εγώ το Σ/Κ ήμουν Βουδαπέστη και πέρασα πολύ καλά.

insomnia#3 said...

Από την Πάρο, καλημέρα σας !!!

Μακριά από ταγκιασμένες μαρέγκες,χοντρές σε πεζοδρόμια μπροστα σε βιτρίνες με τζάμια από τα κλιματιστικά,ιδρωμένες ...

Ω, πόσο ακόμα κακός μπορώ να γίνω... κάτω από μια πέργκολα με το δροσερό αεράκι του αιγαίου να γυρίζει μόνο του τις σελίδες του βιβλίου , με γουλία - γουλία καφεδάκι ελληνικό φρεσκοψημένο σε φλυτζάνι ασπρο χοντρό σερβιρισμένο... Και όλα αυτά γλυκά να μπλέκονται με το άρωμα γαρδένιας σε βαρέλι παλιό σκουριασμένο... Ανάσες του αιγαίου λοιπόν ...

Ελάτε , η πρόσκληση ανοικτή σας περιμένω ...

Sardonian said...

Μάλιστα
τώρα πως από τα γιασεμιά στις μαρέγκες εσύ Κόμη click-@ τα έχεις εδώ πάλι μαζεμένα τα Τοπία δεν μπορώ να το α-καταλάβω
Είσαι μεγάλος τελικά
:-ρ

bar-ufo-s said...

φεγγαραγκαλιές

Ελα ντε!

bar-ufo-s said...

V
θα καταλάβαινα αν ήξερα τι θα πει illusions :-)

bar-ufo-s said...

ΔΕΙΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Ωραία η Βουδαπέστη. Αν σέρβιραν και νερό να πιεις θα ήταν καλύτερη.

bar-ufo-s said...

sardonian
Πρόεδρε είναι εύκολο να το καταλάβεις.Πάνω που είπαν ουφ γλυτώσαμε απ' τ' αρώματα κόλλησαν στη μαρέγκα.

So_Far said...

Πω πω τί μου θυμίσατε τώρα.. το 1987 με το μεγάλο καύσωνα μέσα στην εξεταστική που δεν είχαμε και νερό..όσο ωραία είναι αυτή η πόλη από το φθινόπωρο μέχρι το Μάϊο, τόσο ανυπόφορη γίνεται το καλοκαίρι μόλις ανέβει ο υδράργυρος.. Αυτές τις διαδρομές τις έχω ζήσει, τις έχω κάνει ασθμαίνοντας και ας ήμουν 20 χρόνια νεώτερη.. μόνο ο Τόττης άλλαξε τελικά.. δεν πήγαινα ούτε τότε, δε νομίζω ότι θα πήγαινα και σήμερα.. να είστε καλά..

Anonymous said...

Καθαρη προσδοκια τριγωνικης επαφης.Η αναφορα της πρασινης "μαυρης τρυπας" της υπαρξης, λειτουργει ανασχετικα στην πραγματωση μιας ερωτικης επαφης που εχει ηδη αρχισει να παραγει ηχους (καλεσματα) που με τη σειρα τους αποτυπωνονται στο αυτι σαν "τραγουδι των τριζονιων". Η εννοια του απεραντου τοπιου δρα σαν απευθειας αναγωγη της ασημαντοτητας της υπαρξης στη ελλειψη σεξουαλικου στοχου.Η προσδοκια μιας τριγωνικης σχεσης, με καθαρα υστεροβουλη και φαλλοκρατικη προσεγγιση ,θα ελυνε το προβλημα λιγο πριν οι τρυπες σχηματοποιησουν αιδοια και λιγο πριν χαθει το πραγματικο νοημα των υπαρξης, η αναζητηση (για το αρσενικο) της απολυτης "οπης" αλλα ταυτοχρονα και της ενεργους συμμετοχης (διαστροφικης αλλα αναγκαιας για τις αναγκες ορθης προσεγγισης και αποσκληρυνσης του στοχου ) τριτου "ομοδοξου" , στην πραγματωση της προσδοκιας.Το νοημα υπαρχει φιλε μου παντα εκει που το αρσενικο (-α) πραγματωνει (-ουν) τη φαντασιωση.Τεκμαιρεται δε η αναγκη συμμετοχης τριτου (αρσενικου απαραιτητα) που καλειται να αναλαβει το πρακτικο κομματι, γιατι καπου εκει φαινεται (απο το κειμενο σου)να σταματα η συμμετοχη σου και να θεωρεις πως χανεται το νοημα. Οπως θα ελεγε και ο Φουκω "η πραγματωση μιας τριγωνικης επαφης ειναι η μοναδικη ελπιδα για απολεπιση της κοινωνικης μας αναλγησιας" .Μη ξεχνας ποσο ευεργετικα θα λειτουργουσε και για την πληρη αποενοχοποιηση των αγρων και των οπων, σημειολογια που τοσο γλαφυρα αποκατεστησες παιζοντας αναμεσα σε αυτους (-ες) και στο νοημα της υπαρξης " .

Ινδιάννα said...

Για κάποιο λόγο ο καύσωνας μου φέρνει πάντα στο νου μυρωδιά πετρελαίου και μαύρες εξατμίσεις απο κίτρινα ταξί -μάλλον γιατί εγώ τον βιώνω στην Αθήνα. Εδώ η ποίηση δεν αντέχει τόση ζάχαρη από τη μαρέγκα και το λεμόνι το βάζουμε μόνο στις καϊπιρίνιες το βράδυ -που τις κάναμε καϊπιρόσκες μπας και με το ρώσικο ξυπνήσει λίγο η λίμπιντο... Το κείμενό σου πάντως κολλάει στο μυαλό σαν βανίλια και αν σκεφτείς το κουτάλι βουτηγμένο στο ποτήρι, αυτό το "υποβρύχιο" μέσα στην κάψα των σκέψεών μας φέρνει μια δροσιστική ζέλμπα...